- τρίκτυπος
- -ον, Α(ως προσωνυμία τής θεάς Σελήνης) αυτός που αντηχεί τριπλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + κτύπος (πρβλ. ἑπτά-κτυπος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρίκτυπε — τρίκτυπος triply resounding masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek